- κατάσκεψις
- κατάσκεψιςcareful examinationfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατάσκεψις — κατάσκεψις, ἡ (Α) [κατασκέπτομαι] η παρατήρηση, η εξέταση από υψηλότερο σημείο («κατάσκεψις τῶν χωρίων», Στράβ.) … Dictionary of Greek
κατάσκεψιν — κατάσκεψις careful examination fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκέψεως — κατασκέψεω̆ς , κατάσκεψις careful examination fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκέψῃ — κατασκέψηι , κατάσκεψις careful examination fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)